- διαφορωτέρας
- διαφορωτέρᾱς , διάφοροςdifferentfem acc comp plδιαφορωτέρᾱς , διάφοροςdifferentfem gen comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.